- ἐμμέτρῳ
- ἔμμετροςin measuremasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμμετρώ — ἐμμετρῶ ( έω) (AM) μσν. μετρώ με μέτρο αρχ. 1. ρυθμίζω, κανονίζω σύμφωνα με κάτι 2. παρέχω με μέτρο … Dictionary of Greek